Ήρθε στον κόσμο στις 19 Ιουνίου του 1902. Όσο μεγάλωνε ποτέ δεν φανταζόταν πως θα γίνει αστέρας του μπέιζμπολ. Όταν έγινε αστέρας του μπέιζμπολ, σίγουρα ποτέ δεν φανταζόταν πως θα έμενε στην ιστορία, όχι για τις εξαιρετικές αθλητικές του επιδόσεις στο άθλημα που λατρεύει η Αμερική, αλλά ως το όνομα που ταυτοποιεί μια ανίατη νόσο, την Πλάγιας Μυατροφική Σκλήρυνση, που έγινε περισσότερο γνωστή ως «Νόσος του Lou Gehrig».
Η οικογένειά του ήταν φτωχή. Γιος Γερμανών μεταναστών στις ΗΠΑ, μεγάλωσε δίπλα σε έναν αδιάφορο πατέρα που το έριχνε στο ποτό και έχανε συχνά την δουλειά του ως εργάτης και σε μια υπερπροστατευτική μητέρα, που έχοντας χάσει τρία παιδιά, έδωσε όλο της το είναι στον Louis Henry, ώστε να μην του λείψει τίποτα. Στα 5 του χρόνια βρήκε τον τρόπο να ξεφύγει από την μοίρα του ανακαλύπτωντας κάτι με το οποίο θα μπορούσε να ξεχνιέται, λησμονώντας έστω και για λίγο τις δυσκολίες που υπήρχαν στο σπίτι.
Μετακόμισε στο Washington Heights, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από το πάρκο Hilltop, όπου κάθε Σαββατοκύριακο έπαιζε μπέιζμπολ. Σε ηλικία 15 ετών γράφτηκε στην Εμπορικό Γυμνάσιο του Μανχάταν, αλλά δεν άφησε ποτέ το μπέιζμπολ. Έπαιζε με την ομάδα του σχολείου και στους αγώνες συγκέντρωνε πάνω του όλα τα βλέμματα.
Όταν αποφοίτησε από το Γυμνάσιο, γράφτηκε στο ξακουστό Πανεπιστήμιο Columbia, με υποτροφία στο Αμερικάνικο Ποδόσφαιρο. Ενώ σπούδαζε Μηχανικός, έπαιζε ως fullback στην ομάδατπυ πανεπιστημίου. Το ταλέντο ωστόσο το είχε στο μπέιζμπολ, κι έτσι κατάφερε να γίνει μέλος και σε δεύτερη ομάδα του πανεπιστημίου. Ήταν τόσο καλός που το παρατσούκλι του ήταν «Columbia Lou», αφού όλοι έβλεπαν την ομάδα μπαέιζμπολ του Colymbia στο πρόσωπό του. Το 1923, οι New York Yankees που είχαν μάθει τα κατορθώματά του, υπέγραψαν μαζί του συμβόλαιο. Μόνο η υπογραφή του, τον έκανε πλουσιότερο κατά 1.500 δολάρια, ένα μεγάλο ποσό για την εποχή και ακόμα περισσότερο για την φτωχή οικογένειά του.
Δυο μήνες αργότερα έκανε το ντεμπούτο του. Αντικατέστησε τον παλαίμαχο θρύλο τον Yankees, Wally Pip, και από τότε έφτιαξε ένα καταπληκτικό ρεκόρ, αγωνιζόμενος σε 2.130 συνεχόμενα παιχνίδια! Το ρεκόρ του κράτησε για δεκαετίες, ώσπου έσπασε το 1995, από τον παίκτη των Baltimore Orioles, Cal Ripken Jr.
Δεν είχε πολλούς φίλους. Ειδικά με τον μεγαλύτερο θρύλο του μπέιζμπολ, τον Babe Ruth, δεν τα πήγαινε και τόσο καλά. Αλλά η αγωνιστικότητά του και το πείσμα του, κέρδισαν τον σεβασμό όλων. Αγωνίστηκε στους Yankees συνολικά για 13 σεζόν, κερδίζοντας έξι πρωταθλήματα.
Το 1938 όλα άλλαξαν. Το σώμα του άρχισε να τον προδίδει, σε σημείο που δεν μπορούσε να δέσει ούτε τα κορδόνια του χωρίς να πονάει. Έναν χρόνο αργότερα μπήκε στην κλινική. Οι γιατροί του είπαν πως έπασχε από μια ασθένεια, που αποτρέπει τα κύτταρ των νεύρων από το να επικοινωνούν με τους ανθρώπινους μυς. Αυτή η ασθένεια πήρε αργότερα το όνομά του, «Νόσος του Lou Gehrig», με την επίσημη ονομασία της να είναι Πλάγια Μυατροφική Σκλήρυνση (ALS).
Στις 2 Μαίου ο «σιδερένιος Lou», αποσύρθηκε από το μπέιζμπολ. Επέστερεψε στο στάδιο των Yankees στις 4 Ιουλίου, ημέρα γιορτής για την Αμερική, για να τον τιμήσουν. Με δάκρυα στα μάτια, φορώντας την στολή του, κατάφερε να πει λίγα λόγια στον κόσμο:
«Τις τελευταίες δυο εβδομάδες διαβάζετε για μια ατυχία. Σήμερα, θεωρώ τον εαυτό μου τον πιο τυχερό άνθρωπο του κόσμου», είπε και οι φίλοι της ομάδας δάκρυσαν μαζί του. Κι ενώ ευχαρίστησε τους γονείς του, την γυναίκα του και τους συμπαίκτες του συμπλήρωσε: «Μπορεί να βρήκα μπροστά μου μια ατυχία, αλλά έχω πολλούς λόγους να ζήσω. Σας ευχαριστώ όλους».
Μετά την απόσυρσή του, μπήκε σχεδόν αμέσως στο Hall of Fame. Οι Yankees απέσυραν την φανέλα του και ο Lou Gehrig έγινε ο πρώτος παίκτης του μπέιζμπολ που έλαβε αυτή την μεγάλη τιμή.
Προσπάθησε να ασχοληθεί με τα κοινά, αλλά η ασθένεια τoν «έτρωγε» σιγά σιγά. Πέθανε στον ύπνο του στις 2 Ιουνίου του 1941. Ήταν 39 ετών. Ο θρύλος των Yankees και του αμερικανικού μπέιζμπολ, δεν ξεχάστηκε ποτέ, ειδικά από τους οπαδούς της αγαπημένης του ομάδας. Αλλά έμεινε στην ιστορία περισσότερο για την ασθένεια του και όχι για τις αθλητικές του επιδόσεις. Όμως πάντα έτσι ήθελε ο Gehrig, να δίνει και όχι να παίρνει. Αυτό έλεγαν όλοι όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν...