Ο Γιάννης Ρίτσος υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Ελλάδας. Η ποίηση του, ήταν νοσταλγική, εpωτική και κάποιες φορές αφοριστική. Η νοσταλγία του για αυτό που θα έρθει, για τον έpωτα που εξουσιάζει τα πάντα και για έναν κόσμο που ίσως θα έπρεπε να μοιάζει και να δείχνει διαφορετικός, συγκροτούν ένα μεγάλο έργο και μια μεγάλη μορφή της ποίησης.
Κυνηγημένος σε όλη του την ζωή, από αρρώστιες, από πολιτικούς αντιπάλους και από την μοίρα της οικογένειάς του, δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει και να εκφράζει την πίστη του στον άνθρωπο και στην χώρα του. Δεν έπαψε ποτέ να γράφει για τον εpωτα, τον εpωτα για το κάθε τι που συναντάμε στην ζωή μας: «Ο έρωτας με την παλάμη του σου κρύβει όλο τον κόσμο. Μένει το φως μονάχα»...
Παρόλες τις κακουχίες στην ζωή του, έζησε μέχρι τα 81 του χρόνια και άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Νοεμβρίου του 1990. Άφησε πίσω του ένα θαυμάσιο έργο, το οποίο βραβεύτηκε πολλές φορές (προτάθηκε δυο φορές για βραβείο Νόμπελ, που λέγεται ότι δεν πήρε για πολιτικούς λόγους) και μια κληρονομιά στους νέους ποιητές, που πρέπει να εpωτευτούν αυτή την «εξαίσια πράξη του ανεξήγητου»...
«Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του.»
«Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου.»
Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ᾿ εμένα.»
«Μου χρειάζεται πριν απ' το θάνατό μου μια ύστατη γνώση,
η γνώση τού θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω.»
«Και οι λέξεις φλέβες είναι. Μέσα τους αίμα κυλάει.»
«Το μακρινό και τ' απιαστο καλά το μοιραζόμαστε.
Να 'τανε και το κοντινό μας έτσι.»
«Θα φύγει θα ξανάρθει, θα μάθει να λέει ευχαριστώ, όταν ο άλλος δε θα το χρειάζεται.»
«Το ξέρεις -ψιθύρισε- εκείνο που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου.»
«Με την ελπίδα μιας στιγμής, μας χρέωσαν όλο το μέλλον.»
«Η ποίηση, γυμνή, σεμνή κι αγέρωχη, δεν είναι παρά η εξαίσια πράξη του ανεξήγητου.»
«Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, ―εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,
Να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.»