Ο Οδυσσέας Ελύτης υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές της νεότερης Ελλάδας. Ανήκε στη λεγόμενη «γενιά του τριάντα», η οποία έδωσε τα πιο σημαντικά νεοελληνικά έργα στην ποίηση, την πεζογραφία και την ζωγραφική. Για το έργο του, τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ το 1979.
Γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης από ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν ο Λέσβιος επιχειρηματίας Παναγιώτης Αλεπουδέλης που είχε εγκατασταθεί στην Κρήτη το 1895 και ίδρυσε εργοστάσιο σαπωνοποιίας, τα γνωστά «Σαπούνια Αλεπουδέλη».
Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης ήταν ο μικρότερος από έξι αδέρφια. Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η οικογένεια και η επιχείρηση μεταφέρθηκαν στην Αθήνα. Ο μικρός Οδυσσέας ήταν τότε μόλις 3 ετών. Σε ηλικία έξι ετών γράφεται στο Ιδιωτικό σχολείο Μακρή, ενώ ένα χρόνο μετά τη μικρασιατική καταστροφή, η οικογένεια θα φύγει για το εξωτερικό, με στάσεις στην Ιταλία, τη Γερμάνια, τη Γιουγκοσλαβία και την Ελβετία. Στη Λοζάνη, το 1924, γνώρισε και τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Ο πατέρας του πέθανε το 1925. Από το γυμνάσιο ακόμα ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης έδειξε μια μεγάλη έφεση στα γράμματα και άρχισε να εισέρχεται στον πνευματικό κόσμο. Συνεργάστηκε με το διάσημο περιοδικό «Η Διάπλασις του Παίδων», ενώ το 1928 αποφοίτησε από το γυμνάσιο και μετά από έναν χρόνο μόλις, έγραψε τα πρώτα ποιήματά του, τα οποία και έστειλε σε διαγωνισμούς με ψευδώνυμο.
Το 1930 γράφτηκε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1935 αποτελεί καθοριστική χρονιά για την ποίηση του. Γνωρίζει τον ποιητή και ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο και έρχεται σε επαφή με τη λογοτεχνική συντροφιά που εξέδιδε το περιοδικό «Νέα Γράμματα». Την αποτελούσαν, μεταξύ άλλων, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιώργος Θεοτοκάς. Στα «Νέα Γράμματα» θα υπογράψει το πρώτο του ποίημα με το όνομα Ελύτης.
Το 1940, όταν και ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ελύτης επιστρατεύεται ως ανθυπολοχαγός και ο παγωμένος χειμώνας του '40, τον βρίσκει στην πρώτη γραμμή. Το 1941 προσβάλλεται από κοιλιακό τύφο και μεταφέρεται ετοιμοθάνατος στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Σώθηκε κυριολεκτικά από θαύμα και μεταφέρθηκε στην Αθήνα όπου η πλήρης ανάρρωσή του συνέπεσε με την εισβολή των Γερμανών στην πρωτεύουσα. Μέσα στην κατοχή εκδίδει τη δεύτερη ποιητική του συλλογή (η πρώτη το 1939), με τίτλο «Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα», μια αλληγορική αντίσταση στην κατοχή, καμουφλαρισμένη σε μια υπερρεαλιστική φόρμα.
Το 1948, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, φεύγει από τη χώρα και ύστερα από μια μικρή στάση στην Ελβετία καταλήγει στο Παρίσι. Εκεί γνωρίζει νέους ορίζοντες και έρχεται σε επαφή με τη γαλλική διανόηση και με εξέχουσες προσωπικότητές, όπως ο Καμί, ο Πικάσο και ο Μπρετόν.
Τέσσερα χρόνια αργότερα επιστρέφει στην Ελλάδα και αφιερώνεται στην ποίηση του. Το 1959 κυκλοφορεί τη συλλογή του «Άξιον Εστί», μια συλλογή σταθμό στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Μετά το πραξικόπημα του 1967, θα φύγει για δεύτερη φορά για το Παρίσι. Με την πτώση της δικτατορίας, διορίζεται πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Ι.Ρ.Τ. και μέλος, για δεύτερη φορά, του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1974 - 1977).
Η ύψιστη τιμή για τον Ελύτη ήρθε το 1979 σε ηλικία 68 ετών. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και έγινε ο δεύτερος Έλληνας, μετά τον Σεφέρη, που κερδίζει το συγκεκριμένο βραβείο. Στην ανακοίνωση της, η Σουηδική Ακαδημία ανέφερε ότι θα τιμήσει τον Οδυσσέα Ελύτη «για την ποίησή του, που με βάθρο την ελληνική παράδοση περιγράφει με αισθητική δύναμη και υψηλή πνευματική διακριτικότητα, τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για την ελευθερία και τη δημιουργία».
Τα επόμενα χρόνια θα εκδώσει και άλλες ποιητικές συλλογές και θα δημιουργήσει μια ακόμα μεγαλύτερη κληρονομιά. Πέθανε σε ηλικία 85 ετών, στις 18 Μαρτίου του 1996. Ο Οδυσσέας Ελύτης παραμένει μέχρι και σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές, που ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες, ενώ είχε ενεργή συμμετοχή στην πορεία της ελληνικής ποίησης του 20ου αιώνα.