Η προστασία της μητρότητας στο εργατικό δίκαιο
Δημοσίευση 14/11/2022 | 16:18
Η μητρότητα χωρίς αμφιβολία, βρίσκεται στο επίκεντρο της προστασίας του εργατικού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 21 του Συντάγματος, τόσο η μέλλουσα μητέρα όσο και το κυοφορούμενο, θα πρέπει να τυγχάνουν προστασίας, το εύρος της οποίας θα πρέπει να εκτείνεται πριν αλλά και μετά τον τοκετό. Στον παρόν άρθρο, θα αναλυθούν οι βασικότερες προστασίες που παρέχει το εργατικό δίκαιο στη γυναίκα εργαζόμενη καθ’ όλο το φάσμα της γέννησης του τέκνου της.
Η παρεχόμενη προστασία του εργατικού δικαίου αφορά, το στάδιο της πρόσληψης στην εργασία, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκτελείται η εργασία, τη καταγγελία της σύμβασης εργασίας, τη χορήγηση της άδειας τοκετού καθώς και τη παροχή διευκολύνσεων για την εκπλήρωση των οικογενειακών της υποχρεώσεων. Πρόκειται λοιπόν, για ένα διευρυμένο πλαίσιο προστασίας της μητέρας εργαζόμενης. Σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.2 του Ν.3896/2010, ο εργοδότης δε δύναται να αρνηθεί την πρόσληψη γυναίκας λόγω εγκυµοσύνης, ανεξάρτητα με το αν η σύμβαση μεταξύ των μερών είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Κατά τη πρόσληψη για εργασία η γυναίκα δεν είναι υποχρεωμένη να προβεί σε ομολογία της εγκυμοσύνης της και είναι απαγορευτική οποιαδήποτε προσπάθεια του εργοδότη να εξακριβώσει τυχόν εγκυμοσύνη της υποψήφιας εργαζόμενης κατά το στάδιο της προσλήψεως. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, που αφορούν εργασίες χορεύτριας ή μοντέλου επιτρέπεται στο εργοδότη να εξακριβώσει αν η υπό πρόσληψη γυναίκα είναι έγκυος, καθώς τέτοιες εργασίες είναι ακατάλληλες για εγκύους. Μάλιστα, η νομοθεσία είναι ιδιαιτέρως προστατευτική για την εγκυμονούσα και αναφέρει πως σε περίπτωση που η θέση εργασίας απαιτεί την υποβολή της σε ιατρικές εξετάσεις επιβλαβείς για την έγκυο ή το έµβρυο, η έγκυος προσλαµβάνεται χωρίς να πραγματοποιηθούν αυτές οι εξετάσεις. Σύμφωνα με τα άρθρα 662 ΑΚ, καθώς και τα άρθρα 3-7 της οδηγίας της ΕΟΚ 92/85, ο εργοδότης έχει υποχρέωση πρόνοιας, δηλαδή υποχρέωση λήψεως µέτρων για την προστασία της εγκύου και του εµβρύου, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις επικίνδυνων και ανθυγιεινών εργασιών. Η οδηγία αυτή αποτελεί επακόλουθο του Π.Δ. 176/97, που τροποποιήθηκε με το ΠΔ 41/2003. Θα πρέπει λοιπόν ο εργοδότης να πραγματοποιήσει γραπτή εκτίμηση των κινδύνων που υφίστανται στην επιχείρηση του για μια έγκυο, καθώς και να ενημερώσει την έγκυο και τους εκπροσώπους των εργαζομένων για τους εντοπισθέντες κινδύνους. Πέραν τούτου, ο εργοδότης θα πρέπει να λάβει όλα τα μέτρα που θεωρούνται απαραίτητα για τη προστασία της εγκύου. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατόν να ληφθούν τέτοια μέτρα, ο εργοδότης θα πρέπει να κάνει τις απαραίτητες ενέργειες για αλλαγή εργασιακής θέσης της εγκύου και σε περίπτωση που αυτό δε γίνεται να επιτευχθεί, η έγκυος απαλλάσσεται από την εργασία της. Όπως ορίζει το άρθρο 6 του Π.Δ. 176/97, η έγκυος εργαζόμενη δεν είναι υποχρεωμένη να εκτελεί δραστηριότητα που είναι επικίνδυνη για αυτή ή το έμβρυο της. Επιπροσθέτως, στο άρθρο 7 του Π.Δ. 176/97 ορίζεται, πως αν φέρουν πιστοποιητικό που το κρίνει απαραίτητο, οι έγκυες, λεχώνες και γαλουχούσες µητέρες πρέπει να µετακινηθούν από τη νυχτερινή τους εργασία σε αντίστοιχη θέση πρωινής εργασίας και αν η µετακίνηση αυτή είναι αδύνατη, απαλλάσσονται από την εργασία. Σημαντικό, είναι να επισημανθεί πως σύμφωνα με το άρθρο 11 του Π.Δ. 176/97, οποιαδήποτε αλλαγή στους όρους εργασίας εξαιτίας της εγκυµοσύνης απαγορεύεται να συνεπάγεται την απώλεια των πάσης φύσεως αποδοχών ή άλλων δικαιωµάτων των εργαζοµένων, που απορρέουν από τη σύµβαση ή τη σχέση εργασίας. Θα πρέπει να λεχθεί πως, στο άρθρο 11 παρ.2 του Π.Δ. 176/97 δηλώνεται πως επί απαλλαγής εγκύου από την εργασία της, θα πρέπει να καταβάλλεται για όλο το διάστημα της απουσίας της ειδικό επίδομα μητρότητας είτε από τον φορέα ασθένειας, είτε από τον εργοδότη της. Άλλη μια ενδιαφέρουσα πρόνοια του εργατικού δικαίου, είναι η απαλλαγή των εγκύων εργαζόμενων από την εργασία τους, χωρίς περικοπή των αποδοχών τους, σε περίπτωση που χρειάζεται να υποβληθούν σε εξετάσεις προγενετικού ελέγχου κατά τη διάρκεια του χρόνου εργασίας τους, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Π.Δ. 176/97. Και στο σκέλος των αδειών υπάρχει πρόνοια για τις εγκύους εργαζόμενες. Συγκεκριμένα, μετά από τη προσκόμιση ειδικού ιατρικού πιστοποιητικού που βεβαιώνει την εγκυμοσύνη, χορηγείται άδεια εγκυµοσύνης διάρκειας 17 εβδοµάδων, 8 εβδοµάδες πριν από την πιθανή µέρα εγκυµοσύνης και 9 εβδοµάδες µετά τον τοκετό. Σε περίπτωση μάλιστα που υπάρξει ασθένεια εξαιτίας της εγκυμοσύνης ή του τοκετού, επέρχεται παράταση της αναφερθείσας αδείας. Οι προβλέψεις και η προστασία του εργατικού δικαίου όμως δε σταματούν εκεί. Στο άρθρο 15 παρ.1 του Ν. 1483/1984 που τροποποιήθηκε με το Ν.3996/2011, ορίζεται πως απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της εργαζομένης από τον εργοδότη της, τόσο κατά το χρονικό διάστημα της εγκυμοσύνης της, όσο και για 18 μήνες μετά από τον τοκετό, με μόνη εξαίρεση την ύπαρξη σπουδαίου λόγου για τη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας. Μάλιστα, τονίζεται πως δε μπορεί να θεωρηθεί σπουδαίος λόγος η μείωση της αποδοτικότητας της εργαζόμενης στην εργασία της, καθώς αυτή είναι αναμενόμενη λόγω της ευαίσθητης περιόδου που διανύει.
Συνοψίζοντας, το εργατικό δίκαιο δρα ως ασπίδα προστασίας για την έγκυο εργαζόμενη, βάζοντας σε απόλυτη προτεραιότητα την ιδιότητα της μητέρας και διασφαλίζοντας πως η εργαζόμενη θα μπορέσει να διατηρήσει την εργασία της και παράλληλα να ανταποκρίνεται με επάρκεια στα νέα της καθήκοντα.
Ο εργατολόγος θα σας δώσει περισσότερες πληροφορίες.