Υπάρχουν ορισμένες μελέτες που θέλησαν να απαντήσουν στο ερώτημα για το αν η απιστία είναι κληρονομική. Εστίασαν λοιπόν στα μονοζυγωτικών διζυγωτικών διδύμων. Τρεις από αυτές τις μελέτες παρουσίασε η Δρ Madeleine A. Fugère, καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Eastern Connecticut State University, με τα αποτελέσματα να είναι άκρως ενδιαφέροντα.
Μια από τις πρώτες μελέτες το 2004, εξέτασε αν η ανθρώπινη απιστία σχετίζεται με γενετικούς παράγοντες. Στη μελέτη συμμετείχαν πάνω από 1.600 ζεύγη διδύμων γυναικών, οι οποίες απάντησαν σε μια ανώνυμη έρευνα για την απιστία, τον αριθμό σeξουαλικών συντρόφων που είχαν στη ζωή τους αλλά και τι πιστεύουν για την απιστία. Ο ορισμός που δόθηκε στην απιστία ήταν η σeξουαλική επαφή με κάποιον άλλων εκτός συζύγου ή συντρόφου, ενώ η σχέση ήταν ενεργή.
Στα μονοζυγωτικά δίδυμα άτομα, το 21% ανέφεραν πως ήταν άπιστοι, ενώ στα διζυγωτικά το ποσοστό ήταν στο 23%. Αυτές οι εκτιμήσεις ταιριάζουν με τις εκτιμήσεις που έχουν γίνει για τον γενικό πληθυσμό, όσον αφορά στην απιστία. Ωστόσο ενδιαφέρον αποτελεί ότι ένα δίδυμο άτομο είχε 1,5 φορά περισσότερες να είναι άπιστο, αν το έτερο δίδυμο άτομο είναι κι αυτό. Όταν μπήκαν οι παράγοντες του αριθμού των σeξουαλικών συντρόφωνκαι η ηλικία του ατόμου, εκτιμήθηκε ότι το 41% της διακύμανσης της απιστίας σε αυτό το δείγμα οφειλόταν σε γενετικούς παράγοντες.
Σε αυτό το δείγμα επίσης, ο αριθμός των εpωτικών συντρόφων είχε κληρονομικότητα 38%, γεγονός που σημαίνει ότι η διακύμανση των εpωτικών συντρόφων οφείλεται στη γενετική.
Η δεύτερη μελέτη ήταν παρόμοια και πραγματοποιήθηκε στην Φινλανδία το 2015, σε 7.000 δίδυμους. Τα άτομα αυτά είπαν πως βρίσκονταν σε σχέση έναν χρόνο και περισσότερο, αλλά το 9,8% των ανδρών και το 6,4% των γυναικών ανέφεραν πως είχαν περισσότερους συντρόφους τον τελευταίο χρόνο. Σε αυτό το δείγμα, τα ποσοστά συμφωνίας ήταν και πάλι υψηλότερα για τους μονοζυγωτικούς διδύμους από ό,τι για τους διζυγωτικούς διδύμους. Επιπλέον, εκτιμώντας τον παράγοντα της κληρονομικότητας, διαπίστωσαν ότι για τους άνδρες το 63% της διακύμανσης της απιστίας οφειλόταν σε γενετικούς παράγοντες, μια εκτίμηση πολύ ισχυρότερη έναντι των γυναικών. Παρότι οι ερευνητές επιχείρησαν να εμβαθύνουν στα γονίδια που εμπλέκονται στην απιστία, η ανάλυσή τους δεν έδωσε αποτελέσματα που να συνδέονται με συγκεκριμένα γονίδια.
Ως προς τον ρόλο των γονιδίων, μια τρίτη μελέτη από το 2010 σε φοιτητές συμπέρανε ότι η παραλλαγή του γονιδίου του υποδοχέα της ντοπαμίνης D4 σχετίζεται με μεγαλύτερη πιθανότητα να έχει κάποιος σχέσεις της μιας βραδιάς, καθώς και με μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι άπιστος σε μια σχέση, τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες. Αν και τα άτομα με αυτή τη γενετική παραλλαγή έδειξαν επίσης ισχυρότερες αντιδράσεις «επιθυμίας» σε ερεθίσματα όπως το φαγητό και το αλκοόλ σε προηγούμενες έρευνες, οι ερευνητές προειδοποιούν ότι αυτή η γενετική παραλλαγή δε σημαίνει απαραίτητα ότι αυτά τα άτομα θα εμφανίσουν αυτές τις τάσεις στην συμπεριφορά.
Συμπερασματικά, σύμφωνα με την ειδικό, οι παραπάνω έρευνες υποδηλώνουν ότι η απιστία έχει ισχυρό γενετικό υπόβαθρο. Ωστόσο, δεν υποδηλώνουν ότι η συμπεριφορά μας καθορίζεται εξ ολοκλήρου από τα γονίδιά μας, αλλά μάλλον υποδεικνύουν ότι ένα μέρος της διακύμανσης της άπιστης συμπεριφοράς μπορεί να αποδοθεί σε γενετικές επιρροές.