Η γκρίνια και μια συνεχής αρνητική κριτική προς τον/την σύντροφό μας, προκαλεί συνήθως πονοκέφαλους και τσακωμούς. Μια νέα έρευνα δίνει δίκιο στη λαϊκή ρήση που θέλει τη συνεχή γκρίνια προς το έτερον ήμισυ να το οδηγεί νωρίτερα στο επέκεινα.
Οι επιστήμονες ανέφεραν πως κάνοντας υποδείξεις και επικρίσεις σε λάθη του συντρόφου, δεν επιλύουν σίγουρα το πρόβλημα, αλλά και επιπλέον δυσχεραίνουν την κατάσταση της υγείας του αφαιρώντας μέχρι και 5 χρόνια από το προσδόκιμο ζωής του.
Σε αυτό το συμπέρασμα έφτασε η ερευνητική ομάδα από το Κολλέγιο Lafayette της Πενσυλβάνια των ΗΠΑ, με επικεφαλής την καθηγήτρια Jamila Bookwala, η οποία έκανε μελέτη σε 1.734 άνδρες και γυναίκες. Οι ηλικίες που συμμετείχαν ήταν μεταξύ 57 και 85 ετών, με τους περισσότερους να είναι έγγαμοι ή σε σοβαρή σχέση.
Χωρίστηκαν σε τρεις βαθμίδες. Στο ένα ήταν η απουσία ή η μερική κριτική και στο τρία η μέγιστη συχνότητα, με τους ερευνητές να συγκεντρώνουν τις απαντήσεις και τις επανεξέτασαν πέντε χρόνια μετά. Και όπως αποδείχθηκε, ο θάνατος ήρθε λίγο νωρίτερα για όσους δέχονταν σκληρή κριτική, και για τα δυο φύλα.
Είχαν βέβαια ήδη αποκλείσει άλλες αιτίες για θνησιμότητα, όπως το βάρος, η ηλικία και η φαρμακευτική αγωγή. Σύμφωνα με την Δρ. Bookwala, η αδιάλειπτη αρνητική κριτική δεν έχει επιπτώσεις μόνο στην ψυχική αλλά και στη σωματική υγεία, λειτουργώντας ως ένας χρόνιος στρεσογόνος παράγοντας διαπροσωπικού χαρακτήρα που μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στον θάνατο.
Όπως είπε στο Health Psychology, όσοι δέχονταν συνεχή αρνητική κριτική από σύντροφο, είχαν έως και 44% περισσότερες πιθανότητες να χάσουν τη ζωή τους πέντε χρόνια μετά την έρευνα, σε σχέση με όσους τη βίωναν σε μικρότερη συχνότητα.
Έτσι, Αφούς συσχέτισαν την αρνητική κριτική με τους θανάτους, κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι υπάρχει μια αύξηση έως και 107% του κινδύνου θανάτου για όσους υφίσταντο, ανηλεή κριτική.
Τέλος, οι απαντήσεις των συμμετεχόντων με την ίδια αξιολογική μέθοδο σχετικά με το πόσο ανοίγονται στους συντρόφους τους αναφορικά με τα αισθήματά τους και εάν μπορούν να βασιστούν σε αυτούς, δεν φαίνονται να επηρέασαν το ερευνητικό πόρισμα, κατά τη Δρ. Bookwala.